- ἐπισυστρέφεσθαι
- ἐπί-συστρέφωtwist uppres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυστρέφω — ἐπισυστρέφω (Α) [συστρέφω) 1. στρέφω σ’ άλλη κατεύθυνση, μετατρέπω 2. επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση 3. μέσ. ἐπισυστρέφομαι κινούμαι εχθρικά, στρέφομαι εναντίον κάποιου («καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπισυστρέφεσθαι τὴν συναγωγὴν ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρών» … Dictionary of Greek